αγοραφοβία

αγοραφοβία
Φοβία που καλύπτει το 50-60% των φοβικών που υποβάλλονται σε ψυχιατρική θεραπεία. Η α. είναι πιο συχνή στις γυναίκες. Τα πρώτα συμπτώματα αρχίζουν μετά την εφηβεία και εκδηλώνονται σταδιακά. Με τον όρο α. καλύπτεται ένα ευρύ φάσμα ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων, που προκαλούνται από φοβογόνα ερεθίσματα που προσλαμβάνει το άτομο όταν βγαίνει έξω. To αγοραφοβικό άτομο φοβάται να βγει σε ανοιχτούς χώρους, να βρεθεί ανάμεσα στο πλήθος μόνο του, να ταξιδέψει, να ψωνίσει κλπ. Στις βαριές μορφές α., ουσιαστικά μένει σπίτι του ή περιορίζει σημαντικά την κοινωνική και επαγγελματική του ζωή. Οι αγοραφοβικοί είναι πιο αγχώδεις από όλους τους άλλους φοβικούς και η πάθησή τους συγγενεύει, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φοβία, με την αγχώδη νεύρωση. Στα τελευταία χρόνια, στα αστικά κέντρα, με τη διαμόρφωση νέων συνθηκών, η α. τείνει να μειωθεί.
* * *
αγοραφοβία-αγοραφοβικό σύνδρομο (Ψυχολ.)
ο όρος προσδιορίζει μια ψυχοπαθολογική διαταραχή, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο σοβαρή, που εμφανίζεται ως φοβική αντίδραση, κατά την οποία το άγχος τού ατόμου συγκεκριμενοποιείται σε έναν νευρωτικό φόβο για τους πολυσύχναστους δρόμους, τις πλατείες, τα καταστήματα, τα οχήματα, τους ανοικτούς ή και κλειστούς ακόμη δημόσιους χώρους γενικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἀγορά + φόβος + κατάλ -ία, πρβλ. γαλλ. agoraphobie].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγοραφοβία — η (ψυχολ.), φόβος που γεννιέται σε ορισμένα άτομα όταν βρεθούν μόνα τους ανάμεσα στο πλήθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • -φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Φρόιντ, Ζίγκμουντ — (Freud, Φράιμπεργκ, σήμερα Πρίμπορ, Μοραβία 1856 – Λονδίνο 1939). Αυστριακός νευροπαθολόγος. Είναι ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης. Πρωτότοκος από 7 αδέλφια, γεννήθηκε από τον δεύτερο γάμο του Εβραίου εμπόρου Γιάκοπ Φρόιντ και τα πρώτα χρόνια της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”